ταναύπους — και τανύπους και τανάFπους, οδος, ὁ, ἡ, Α αυτός που έχει λεπτά και μακριά πόδια ή αυτός που περπατάει κάνοντας μεγάλα βήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ταναύ πους (αντί *ταναόπους) < ταναός* «επιμήκης» (με δυσερμήνευτο φωνηεντισμό, αυ αντί αο , που… … Dictionary of Greek
ταναύποδα — ταναύπους stretching the feet neut nom/voc/acc pl ταναύπους stretching the feet masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταναύποδας — ταναύπους stretching the feet masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταναύποδες — ταναύπους stretching the feet masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταναύποδος — ταναύπους stretching the feet masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταναύποδ' — ταναύποδα , ταναύπους stretching the feet neut nom/voc/acc pl ταναύποδα , ταναύπους stretching the feet masc/fem acc sg ταναύποδι , ταναύπους stretching the feet masc/fem/neut dat sg ταναύποδε , ταναύπους stretching the feet masc/fem/neut… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… … Dictionary of Greek
τανύπους — ποδος, ὁ, ἡ, Α βλ. ταναύπους … Dictionary of Greek