ταναύπους

ταναύπους
τᾰναύπους (i.e. τανάϝπους, cf. ταναός), ποδος, , , [dialect] Ep. form for τανύπους (q.v.),
A stretching the feet, long-striaing, long-shanked,

μῆλα ταναύποδα Od.9.464

, h.Ap.304, h.Merc.232.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ταναύπους — και τανύπους και τανάFπους, οδος, ὁ, ἡ, Α αυτός που έχει λεπτά και μακριά πόδια ή αυτός που περπατάει κάνοντας μεγάλα βήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ταναύ πους (αντί *ταναόπους) < ταναός* «επιμήκης» (με δυσερμήνευτο φωνηεντισμό, αυ αντί αο , που… …   Dictionary of Greek

  • ταναύποδα — ταναύπους stretching the feet neut nom/voc/acc pl ταναύπους stretching the feet masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταναύποδας — ταναύπους stretching the feet masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταναύποδες — ταναύπους stretching the feet masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταναύποδος — ταναύπους stretching the feet masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταναύποδ' — ταναύποδα , ταναύπους stretching the feet neut nom/voc/acc pl ταναύποδα , ταναύπους stretching the feet masc/fem acc sg ταναύποδι , ταναύπους stretching the feet masc/fem/neut dat sg ταναύποδε , ταναύπους stretching the feet masc/fem/neut… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… …   Dictionary of Greek

  • τανύπους — ποδος, ὁ, ἡ, Α βλ. ταναύπους …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”